Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 2010

Ο ελεύθερος χρόνος στην εποχή της κρίσης

αντιγραφή από την Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 03/10/2010

Η μεγαλύτερη ίσως κατάκτηση των εργαζομένων στις ευρωπαϊκές κοινωνίες ήταν η μείωση του εργάσιμου χρόνου και το δικαίωμα στον ελεύθερο χρόνο που, στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, σηματοδότησαν μια πραγματική πολιτισμική επανάσταση.

Για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας η υλική και συμβολική κυριαρχία της αμειβόμενης εργασίας κλονίστηκε ουσιωδώς στη σκέψη και την καθημερινή ζωή εκατομμυρίων εργαζομένων. Το τέλος της προτεσταντικής «ηθικής της εργασίας» και η μαζικοποίηση δικαιωμάτων και δυνατοτήτων -που έως τότε αποτελούσαν προνόμιο όσων βρίσκονταν στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας- έκαναν τις μεταπολεμικές κοινωνίες να ονειρεύονται την οριστική απελευθέρωση του ατόμου από τους εργασιακούς καταναγκασμούς και την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Νέοι χωροχρόνοι ατομικής ελευθερίας, ανάπτυξης και αυτοπραγμάτωσης έκαναν την εμφάνισή τους. Η μόρφωση και η καλλιέργεια σε όλα τα στάδια της ζωής, η πολιτιστική συμμετοχή και έκφραση, η διασκέδαση και οι απολαύσεις, οι οικογενειακές και προσωπικές σχέσεις, οι διεκδικήσεις μεταϋλιστικών αιτημάτων, κ.ά., αποτέλεσαν τις νέες ατομικές και συλλογικές προτεραιότητες. Ο ελεύθερος χρόνος, όπως συνοπτικά ονομάστηκαν τα ατομικά και συλλογικά ενδιαφέροντα των μεταβιομηχανικών κοινωνιών, έγινε ο προνομιακός κοινωνικός χρόνος της ατομικότητας και της κοινωνικής ένταξης, ενώ η αμειβόμενη εργασία έγινε το μέσο για τη συμμετοχή στην «κοινωνία της σχόλης». Στο πλαίσιο αυτό η δημόσια συζήτηση (επιστημονική και μη) μετακινήθηκε από τα ζητήματα της σπάνης και της επιβίωσης στο κυρίαρχο ζήτημα της εποχής της αφθονίας: την επιδίωξη της ατομικής ευτυχίας.

Τριάντα χρόνια αργότερα, στη δεκαετία του 1990, το ερώτημα του «τέλους της εργασίας» επαναδιατυπωνόταν (1). Αυτή τη φορά όμως στην προοπτική της διόγκωσης της ανεργίας και της επισφαλούς απασχόλησης. Εκτοτε, οι απορυθμίσεις των οικονομικών αγορών και η συρρίκνωση των κοινωνικών πολιτικών επαναφέρουν τα εργασιακά ζητήματα στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης. Τα προβλήματα αφορούν τώρα την καθολική απαξίωση της αμειβόμενης επαγγελματικής εργασίας, καθώς η ενδημική απειλή της ανεργίας και η απορύθμιση της απασχόλησης διακυβεύουν την κοινωνική αξία της εργασίας. Οι εργαζόμενοι βρίσκονται πλέον αντιμέτωποι με την κοινωνική αχρηστία και τη συνακόλουθη επισφάλεια της κοινωνικής τους ένταξης. Η επιμήκυνση των ωρών εργασίας, το τέλος της συνταξιοδότησης στα 60, οι ευέλικτες εργασιακές σχέσεις, η υποκατάσταση της εργασίας από αυτοματοποιημένα συστήματα, κ.λπ., κρατούν χαμηλά την αξία της. Η εργασία εντατικοποιείται παραγωγικά αλλά απαξιώνεται κοινωνικά, με αποτέλεσμα αφενός να ενισχύεται η επιρροή της στην καθημερινότητα των εργαζομένων και, αφετέρου, να μειώνεται η ικανότητά της να εξασφαλίζει την κοινωνική ένταξη. Το παράδοξο αυτό γεγονός επιδρά δυσμενώς στην οργάνωση της καθημερινότητας και του βίου των εργαζομένων, καθώς και στη δυνατότητά τους να εξασφαλίσουν τους πόρους της συμμετοχής τους στη σφαίρα του ελεύθερου χρόνου.

Χάνοντας, όμως, τη δυνατότητα μιας αξιοπρεπούς εργασίας χάνουμε τη σημαντικότερη παρακαταθήκη του τέλους του 20ού αιώνα: Ο χρόνος της ζωής δεν μπορεί να ταυτίζεται με το χρόνο της εργασίας. Μπροστά σε αυτή την τεράστια απώλεια, ο λόγος της αριστεράς (ή καλύτερα η σιωπή της), σε διεθνές επίπεδο, αφήνει τους εργαζόμενους καθηλωμένους στην πλήρη αδυναμία να είναι απαιτητικοί ως προς τη φύση, το περιεχόμενο, τους σκοπούς και, σε τελική ανάλυση, το ίδιο το νόημα της εργασίας.

(1) Rifkin, J. (1996). «Το τέλος της εργασίας και το μέλλον της». Αθήνα, εκδ. Λιβάνη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου